- κύρμα
- κύρμαthat which one meets withneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κύρμα — ατος, τὸ (Α) [κύρω] 1. καθετί που συναντά ή βρίσκει κάποιος, εύρημα, λεία («οἰωνοῑσιν... κύρμα γενέσθαι», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) απατεώνας, πανούργος … Dictionary of Greek
CANTOR — I. CANTOR Graece Α᾿ιδὸς apud Homer. Od. γ. v. 265. Η῞δ᾿ ἤτοι το πρὶν μὲν ἀναίνετο ἔργον ἀεικὲς Δῖα Κλυταιμνήςτρη, φρεσὶ γὰρ κέχρητ᾿ ἀγαθῇτι, Παῤ γὰρ ἔην καὶ Αὀιδὸς ἀνὴρ, ᾧ πόλλ῾ ἐπέτελλεν Α᾿τρείδης, Τροὶηνδε κιὼν; εἴρυςθαι ἄκοιτιν, Α᾿λλ᾿ ὅτε δή… … Hofmann J. Lexicon universale
κύρημα — κύρημα, τὸ (Α) [κύρω] (κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) κύρμα* … Dictionary of Greek